σπογγοθηρας

σπογγοθηρας
    σπογγοθήρας
    σπογγο-θήρας
    -ου ὅ ловец губок Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σπογγοθηρας" в других словарях:

  • σπογγοθήρας — σπογγοθήρᾱς , σπογγοθήρας diver for sponges masc acc pl σπογγοθήρᾱς , σπογγοθήρας diver for sponges masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγοθήρας — ὁ, Α σπογγαλιέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος + θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο θήρας] …   Dictionary of Greek

  • σπογγοθῆραι — σπογγοθήρας diver for sponges masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπογγοθήραις — σπογγοθήρας diver for sponges masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήρα — I Νησί των Κυκλάδων. Βλ. λ. Σαντορίνη. Άποψη του γραφικού οικισμού Θήρα, με την πανοραμική θέα, στο ομώνυμο νησί των Κυκλάδων. II Κωμόπολη (υψόμ. 260 μ., 2.113 κάτ.) και πρωτεύουσα της Σαντορίνης. Είναι χτισμένη στα δυτικά παράλια του νησιού,… …   Dictionary of Greek

  • σπογγοθηρικός — ή, όν, Α [σπογγοθήρας] το θηλ. ως ουσ. ἡ σπογγοθηρική η τέχνη τού σπογγοθήρα, σπογγαλιεία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»